- καταπλυντηρίζω
- καταπλυντηρίζω (Α)1. καταβρέχω2. μτφ. κατακλύζω με ύβρεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πλυντηρ-ίζω (< *πλυν-τήρ < πλύνω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλυντήριζε — καταπλυντηρίζω drench with foul abuse pres imperat act 2nd sg καταπλυντηρίζω drench with foul abuse imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)